στασιοποιός

στασιοποιός
στασιοποιός
causing sedition
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στασιοποιός — όν, ΜΑ αυτός που προκαλεί στάση, αναταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάσις + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • στασιοποιΐα — ἡ, Α [στασιοποιός] υποκίνηση σε στάση …   Dictionary of Greek

  • στασιοποιώ — έω, Α [στασιοποιός] διεγείρω σε στάση, προκαλώ ανταρσία …   Dictionary of Greek

  • στασιοποιῶν — στασιοποιέω stir up sedition pres part act masc nom sg (attic epic doric) στασιοποιός causing sedition masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”